χρωματοφόρος

χρωματοφόρος
ос;
, ον 1) цветной, окрашенный; 2) красящий, окрашивающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρωματοφόρος" в других словарях:

  • χρωματοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που παράγει χρωστική ουσία 2. το ουδ. ως ουσ. το χρωματοφόρο α) βιολ. κάθε βιολογική δομή που συσσωρεύει χρωστικές β) ζωολ. κύτταρο που περιέχει κοκκία χρωστικής και βρίσκεται στις βαθύτερες στιβάδες τού δέρματος γ) (μικρβλ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»